- ὑπερδράμω
- ὑπερτρέχωrun overaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτρέχω — Α [τρέχω] 1. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο 2. διαφεύγω («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ ὑπερδράμω;», Ευρ.) 3. υπερέχω, υπερτερώ 4. παραβλέπω 5. παραβαίνω («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.) … Dictionary of Greek